Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανόσμεος — ὁ, και πανόσμεον, τὸ, Α ονομασία εύοσμου άνθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὀσμή] … Dictionary of Greek
πανόσμεον — πανόσμεος all scent masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)